Dictionary of Greek. 2013.
σκουφώνω — σκεπάζω το κεφάλι κάποιου με σκούφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκούφωμα — το, Ν [σκουφώνω] η ενέργεια τού σκουφώνω, η τοποθέτηση σκούφου στο κεφάλι κάποιου ή η προσφορά σκούφου σε κάποιον … Dictionary of Greek